- πισωγύρισμα
- geriye dönüş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πισωγύρισμα — το 1. επιστροφή. 2. αναποδογύρισμα: Μ ένα πισωγύρισμα έστειλε την μπάλα στα δίχτυα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πισωγύρισμα — το, Ν [πισωγυρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πισωγυρίζω 2. αναποδογύρισμα 3. στον πληθ. τα πισωγυρίσματα (για κοινωνικά φαινόμενα) επιστροφή στο παρελθόν, σε προγενέστερες καταστάσεις, τάση προς τον συντηρητισμό … Dictionary of Greek
υποστροφή — η / ὑποστροφή, ΝΜΑ [υποστρέφω] 1. η προς τα πίσω στροφή, πισωγύρισμα, ξαναγύρισμα 2. επιστροφή για αντεπίθεση, επαναστροφή 3. (σχετικά με νόσο) επανεμφάνιση, υποτροπή, υποτροπιασμός νεοελλ. 1. αλλαγή τής πορείας ιστιοφόρου πλοίου με στροφή τής… … Dictionary of Greek